- ἀποδασμός
- ἀποδασ-μός, ὁ, ([etym.] ἀποδατέομαι)A division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποδασμός — ἀποδασμός, ο (Α) [αποδατούμαι] 1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός 2. μέρος ενός συνόλου … Dictionary of Greek
ἀποδασμός — division masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασμῷ — ἀποδασμός division masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασμόν — ἀποδασμός division masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)